- οδισμα
- ὅδισμα-ατος τό путь, дорога
ὅ. πολύγομφον Aesch. — крепко сколоченная дорога (о мосте Ксеркса через Геллеспонт) Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὅ. πολύγομφον Aesch. — крепко сколоченная дорога (о мосте Ксеркса через Геллеспонт) Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
όδισμα — ὅδισμα, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) δρόμος, μέσο διέλευσης («πολύγομφον ὅδισμα ζυγὸν ἀμφιβαλὼν αὐχένι πόντου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. ισμα, λ. σχηματισμένη κατά τη λ. τείχισμα] … Dictionary of Greek
ὅδισμα — a way neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОДИКОН — (от греч. όδισμα путь, дорога; дорожное, путное). В Древней Руси дорожное, путевое довольствие, которое выдавалось гонцам, послам, а также паломникам, официально отправляемым монастырями в другие страны. В одикон включали икру (паюсную) … Большая энциклопедия кулинарного искусства
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek